- ἀνακρέκομαι
- ἀνακρέκομαι,A begin to play, ἐς σὲ ἅπας ὄρνις ἀνακρέκεται each bird tunes its voice for thee, AP9.562 (Crin.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανακρέκομαι — ἀνακρέκομαι (Α) ανακρούω όργανο, αρχίζω να παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κρέκω «χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου»] … Dictionary of Greek
ἀνακρέκεται — ἀνακρέκομαι begin to play pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)